ἀπάντησιν — ἀπάντησις escort fem acc sg ἀπάντομαι entreatone not pres subj mid 2nd sg (epic) ἀπαντάω move from pres ind act 3rd sg ἀπαντάω move from pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Экономос — (правильнее Икономос; Константин Οικονόμος, 1780 1857) новогреческий церковный писатель, пресвитер, сын священника, родом из Фессалии. Был учителем в смирнской гимназии; во время греческого восстания бежал в Россию, где жил долгое время,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
APPII Forum — Hieronym. putat ab Appio quodam Consule appellatum, a quo Via Appia dicta. Oppidum fuit longius a Roma, quam Aricia distans, quod Horat. ostendit Sermon. 1. Sat. 5. v. 1. Egressum magnâ me accepit Aricia Româ. Hospitiô modicô, Rhetor comes… … Hofmann J. Lexicon universale
NUPTIALE Epulum seu Laetitia epularis — apud Hebraeos, Deductionem sequebatur. Epulum enim a Sponso sive caelibe ante sive viduo, sive uxori etiamnum superstiti coniuncto, laete lauteque celebrandum erat, per dies a Deductione minimum septem, ubi Virgo erat Sponsa (exemplô vetustissimô … Hofmann J. Lexicon universale
THALAMUS — Graece Θάλαμος, item θαλάμη: quae tamen sic distinguit Ammonius, ut θαλάμαι proprie sint delubra Dioscurorum, imo omnium Deorum interiores cellae, Dearum praeprimis, quae alias καλύβαι, παςοις i. e. velis plumariô opere varieg atis clausae, de… … Hofmann J. Lexicon universale
προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… … Dictionary of Greek
ταβέρνα — η, ΝΑ οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό νεοελλ. λαϊκό εστιατόριο αρχ. πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»] … Dictionary of Greek
τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν … Dictionary of Greek
Επινός, Γιοχάνες — (Johannes Aepinus, 1499 – 1553). Γερμανός θεολόγος. Διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του κονσιστορίου του Αμβούργου. Υπήρξε φίλος του Λούθηρου και ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εδραίωσης και της διάδοσης της Μεταρρύθμισης. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή … Dictionary of Greek